- ἐναρχέσθω
- ἐνάρχομαιbegin the offeringpres imperat mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενάρχομαι — ἐνάρχομαι (Α) αρχίζω κάτι, κάνω έναρξη αρχ. 1. αρχίζω να μιλώ («τοῡ Λουκρητίου μέλλοντος ἐνάρχεσθαι», Πλούτ.) 2. αρχίζω τη θυσία (παίρνω το κριθάρι από το δοχείο) («κανᾱ δ ἐναρχέσθω τις», Ευριπ.) … Dictionary of Greek